- φιλεορταστής
- φιλεορταστήςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλεορταστής — ὁ, Α φιλέορτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἑορταστής (< ἑορτάζω)] … Dictionary of Greek
φιλεορτασταί — φιλεορταστής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)